- χιλιαρχῶν
- χῑλιαρχῶν , χιλιάρχηςcommander of amasc gen plχῑλιαρχῶν , χιλιαρχέωto be apres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιάρχων — χῑλιάρχων , χιλίαρχος captain over a thousand masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυπατικός — ἀνθυπατικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο 2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος) το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες … Dictionary of Greek
αρχιχιλίαρχος — ἀρχιχιλίαρχος, ο (AM) ο επικεφαλής των χιλιάρχων … Dictionary of Greek
πριγκίπια — τὰ, Α (σε ρωμ. στρατόπεδο) ευρύς, εκτεταμένος τόπος όπου βρίσκονταν οι σκηνές τού στρατηγού, τών υπάρχων και τών χιλιάρχων και όπου συγκαλούσαν τις συνελεύσεις και τελούσαν τις δίκες («διέφθειρεν ἐν τοῑς ἀρχείοις, ἅ Πριγκίπια καλοῡσι Ῥωμαῑοι»,… … Dictionary of Greek
υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… … Dictionary of Greek